- κναφευτικός
- κναφευτικός, -ή, -όν (Α)βλ. γναφευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κναφευτικῇ — κναφευτικός belonging to a fuller fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κναφευτική — κναφευτικός belonging to a fuller fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κναφευτικήν — κναφευτικός belonging to a fuller fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφευτικός — ή, ό (AM γναφευτικός, ή, όν, Α και κναφευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα 2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική η τέχνη τού γναφέα … Dictionary of Greek